- συμπίπτω
- ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπίπτω και ποιητ. τ. συμπίτνω, Α [πίπτω]1. εφαρμόζω πλήρως2. (κατ' επέκτ.) συνταυτίζομαι, συμφωνώ (α. «οι απόψεις μας δεν συμπίπτουν» β. «συμπεσεῑν δὲ τούτοισι καὶ τόνδε τὸν λόγον», Ηρόδ.)3. συμβαίνω κατά τον ίδιο χρόνο (α. «φέτος η Κυριακή τού Θωμά συμπίπτει με την γιορτή τής Πρωτομαγιάς» β. «τῶν κακῶν τῶν συμπεσόντων», Φιλήμ.)4. (ως απρόσ.) συμβαίνει να..., τυχαίνει να... (α. «και τότε συνέπεσε να έλθει κι εκείνος» β. «συνέπιπτε δὲ ὥστε τὰς αὐτὰς ἡμέρας τάς τε ναυμαχίας γίνεσθαι ταύτας», Ηρόδ.)αρχ.1. (ιδίως για ατυχή γεγονότα) τυχαίνω σε κάποιον, συμβαίνω σε κάποιον, πλήττω κάποιον («ἀσθένειά τις αὐτῷ συνέπεσεν», Πλάτ.)2. (για ανέμους) συγκρούομαι με ορμή («σὺν δ' Εὖρος τε Νότος τ' ἔπεσον», Ομ. Οδ.)3. (για πολεμιστές) α) αρχίζω τη μάχη, τη συμπλοκήβ) εφορμώ εναντίον κάποιου4. (για πλοία) συγκρούομαι σε ναυμαχία («ξυμπεσούσης νηϊ νεώς», Θουκ.)5. πέφτω ολόκληρος, κατακρημνίζομαι («θύελλα σείει δῶμα συμπίπτει στέγη», Ευρ.)6. πέφτω στο ίδιο μέρος7. συγκλίνω προς το ίδιο σημείο («αὗται δ' αἱ πλευραὶ συμπίπτουσαι πρὸς ἀλλήλας κορυφὴν ποιοῡσι τοῡ τριγώνου», Πολ.)8. (σχετικά με δυσχερείς καταστάσεις) περιπίπτω, βρίσκομαι σε... («κακοῑς τοιοῑσδε συμπεπτωκότα», Σοφ.)9. (στον ποιητ. τ. συμπίτνω) α) βοηθώ, συντρέχωβ) φθάνω συγχρόνως10. (το ουδ. μτχ. ενεστ. και αορ. ως ουσ.) τὸ συμπῑπτον και τὸ συμπεσόντυχαίο γεγονός, συμβάν11. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ συμπίπτονταη τύχη.
Dictionary of Greek. 2013.